Το έργο του Ελληνικού, το μεγαλύτερο έργο αστικής ανάπλασης που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, ξεκινάει και θα αλλάξει τη ζωή για μας και τα παιδιά μας για πάντα.
Ένα έργο που θα δημιουργήσει το μεγαλύτερο παραλιακό πάρκο στον κόσμο, το οποίο θα είναι ανοιχτό και ελεύθερο για όλους.
Προβλέπεται ότι θα δημιουργήσει, άμεσα και έμμεσα, 70.000 νέες θέσεις εργασίας και θα βοηθήσει καθοριστικά στην ανάδειξη της Αθήνας σε έναν παγκόσμιας ακτινοβολίας τουριστικό, ψυχαγωγικό και πολιτιστικό προορισμό.
Ένα έργο που θα εγκαινιάσει μια νέα περίοδο για την ελληνική οικονομία και την ελληνική επιχειρηματικότητα, με την επένδυση συνολικά 8 δισ. ευρώ στη χώρα.
Ένα μεγάλο έργο για την οικονομία και το περιβάλλον
Ξεκινά το έργο του Ελληνικού
22/8/2016 | 16:12 Προσθέστε ένα σχόλιο
Share to Facebook2
Share to Twitter
Share to Google+
Share to E-mail
Share to Περισσότερα…
Ξεκινά το έργο του Ελληνικού
Το έργο του Ελληνικού, το μεγαλύτερο έργο αστικής ανάπλασης που έγινε ποτέ στην Ελλάδα, ξεκινάει και θα αλλάξει τη ζωή για μας και τα παιδιά μας για πάντα.
Ένα έργο που θα δημιουργήσει το μεγαλύτερο παραλιακό πάρκο στον κόσμο, το οποίο θα είναι ανοιχτό και ελεύθερο για όλους.
Προβλέπεται ότι θα δημιουργήσει, άμεσα και έμμεσα, 70.000 νέες θέσεις εργασίας και θα βοηθήσει καθοριστικά στην ανάδειξη της Αθήνας σε έναν παγκόσμιας ακτινοβολίας τουριστικό, ψυχαγωγικό και πολιτιστικό προορισμό.
Ένα έργο που θα εγκαινιάσει μια νέα περίοδο για την ελληνική οικονομία και την ελληνική επιχειρηματικότητα, με την επένδυση συνολικά 8 δισ. ευρώ στη χώρα. Για όλα αυτά, ξεκινάμε.
Ένα μεγάλο έργο για την οικονομία
Η αξιοποίηση της περιοχής του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού αναμένεται να έχει πολλαπλές θετικές επιδράσεις στην οικονομία, καθώς εκτός από τους σαφείς αναπτυξιακούς στόχους, θα προσελκύσει σημαντικά ξένα επενδυτικά κεφάλαια.
Παράλληλα, αναμένεται να έχει σημαντική θετική συμβολή και στη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα:
Η επένδυση είναι ύψους 8 δισ. ευρώ, μέρος των οποίων είναι η καταβολή του τιμήματος των 915 εκατ. ευρώ για τις μετοχές της ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΕ, με το 51% του τιμήματος (467 εκατ. ευρώ) να καταβάλλεται το δεύτερο έτος της μεταβίβασης των μετοχών. Επιπλέον, στο ελληνικό δημόσιο θα αποδίδεται το 30% των καθαρών κερδών, για τα 99 χρόνια της διάρκειας του έργου.
Η επένδυση αναμένεται να δημιουργήσει 10.000 μόνιμες άμεσες θέσεις εργασίας κατά την περίοδο κατασκευής και 70.000 θέσεις εργασίας, χωρίς να υπολογίζονται και οι θέσεις εργασίας στις δευτερογενείς δραστηριότητες της οικονομίας που θα προκύψουν από τη λειτουργία του.
Στις επενδυτικές υποχρεώσεις περιλαμβάνονται και έργα υποδομών με εκτιμώμενο προϋπολογισμό της τάξης των 1,5 δισ. ευρώ, έργα που θα υλοποιηθούν στα πρώτα στάδια της επένδυσης και θα αποδοθούν στο δημόσιο.
Το έργο αναμένεται να συμβάλει ουσιαστικά στην επανατοποθέτηση της Αθήνας ως ενός εκ των σημαντικών τουριστικών προορισμών παγκοσμίως καθώς το έργο θα προσφέρει σημαντικό αριθμό νέων καταλυμάτων, αρχιτεκτονικών «τοποσήμων» καθώς και θεματικού τουρισμού, τα οποία αναμένεται να προσελκύσουν 1 εκατ. νέους τουρίστες αυξάνοντας τη μέση διάρκεια διαμονής και τη δαπάνη των τουριστών στην Αθήνα.
Συνολικά, η επένδυση θα συμβάλει κατά 2,4% στο ΑΕΠ της ενώ παράλληλα θα εισφέρει συνολικά πάνω από 13,5 δισ. ευρώ έσοδα σε φόρους στο κράτος.
Ένα έργο για το περιβάλλον
Ο σχεδιασμός του έργου έχει επιτελεστεί με σεβασμό στο περιβάλλον, στο φυσικό τοπίο καθώς και στην πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Συγκεκριμένα:
Το έργο θα συμβάλει στην αναβάθμιση και ανάδειξη του παραλιακού μετώπου με σημαντικά λιμενικά έργα, που θα οδηγήσουν στη δημιουργία νέας παραλίας με ελεύθερη πρόσβαση μήκους μεγαλύτερου του 1 χλμ.
Θα δημιουργηθεί Μητροπολιτικό Πάρκο έκτασης 2 εκατ. τ.μ. (2.000 στρεμμάτων) καθώς και 600.000 τ.μ. ανοικτοί και κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου.
Το έργο θα οδηγήσει σε βελτίωση του μικροκλίματος της περιοχής, με φύτευση πλήθους νέων δέντρων και δημιουργία στοιχείων νερού με παράλληλη δημιουργία εκτεταμένου δικτύου διαδρομών πεζών και ποδηλάτων μήκους 50 χιλιομέτρων, σε άμεση συνδεσιμότητα με τα υφιστάμενα μέσα σταθερής τροχιάς.
Η συνολική δομήσιμη επιφάνεια θα είναι μικρότερη των 2,7 εκατ. τ.μ., με πολύ χαμηλό μέσο συντελεστή δόμησης, μικρότερο του 0,5, και κάλυψη της δομήσιμης επιφάνειας σε ποσοστό μικρότερο του 30%.