Μαζί με το Χριστό σταυρώθηκαν ένας καλός και ένας κακός κλέφτης. Στη Καινή Διαθήκη απλά αναφέρονται, χωρίς να γίνεται ευρύτερη παρουσίασή τους.
Ερευνητές προσπάθησαν να βρουν ποιοι ήταν δίπλα στο Χριστό, τα εγκλήματά τους και τις τελευταίες τους στιγμές.
Οι δύο ληστές παρότι ήταν δίπλα στις τελευταίες στιγμές του Υιού του Θεού, αναφέρονται μόνο στο απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου (το οποίο δεν αποδίδεται στον Νικόδημο των Γραφών, τον Φαρισαίο που ως μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου υπερασπίστηκε τον Ιησού, αλλά σε μεταγενέστερο ανώνυμο συντάκτη) και τις αποκαλούμενες Πράξεις Πιλάτου: «καὶ Δυσμᾶς καὶ Γέστας οἱ δύο κακοῦργοι συσταυρωθήτωσάν σοι και αλλού ὄνομα αὐτῷ ᾖν Γίστας, ὁ δὲ ἐκ δεξιῶν ἐσταυρωμένος ὀνόματι Δυσμᾶς».
Οι δυο ληστές που πλαισίωναν τον Θεάνθρωπο στον Σταυρό του Μαρτυρίου ήταν ο Δυσμάς και ο Γεστάς (ή Γέστας ή Στέγας). O Δυσμάς έδειξε όπως θυμόμαστε μεταμέλεια πριν εκπνεύσει και είπε το περιβόητο «μνήσθητί μου, κύριε», ενώ ο Γεστάς συνέχισε να χλευάζει τον Σωτήρα, μένοντας αμετανόητος.
Ο Δυσμάς δεν ήταν πρώτη φορά που συναντούσε το Χριστό. Όταν η Παναγία μαζί με τον Ιωσήφ και το θείο βρέφος πάνω σε ένα γαιδουράκι, πηγαίνανε στην Ιερουσαλήμ, η συμμορία του Δυσμά προσπάθησε να τους κλέψουν. Όταν όμως αντίκρυσε το θείο βρέφος, είδε μια λάμψη γύρω του, και απαγόρευσε στους ληστές να τους επιτεθούν.
Γεμάτη ευγνωμοσύνη προς τον καλό ληστή, η Θεοτόκος του είπε: «Γνώριζε ότι το παιδί αυτό θα σε ανταμείψει με ανταμοιβή μεγάλη, επειδή εσύ σήμερα τον προστάτευσες». Τριάντα τρία χρόνια αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος κρεμιόταν στον σταυρό για τα εγκλήματά του, στα δεξιά του Χριστού. Το όνομά του ήταν Δυσμάς! Και βλέποντας δίπλα του τον αναμάρτητο Ιησού, μετανόησε για κάθε κακό που είχε κάνει στη ζωή του.