Του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου
Ο τουρκικής καταγωγής Γερμανός σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν πραγματεύεται το ζήτημα των Αρμενίων με ένα παλιομοδίτικο μελό περιπλάνησης και δεν φοβάται τις αντιδράσεις των εθνικιστών. Ο Φατίχ Ακίν είναι ο μόνος σκηνοθέτης που το πρωί διαγωνίζεται για το Χρυσό Λέοντα με την ταινία The Cut, που καταπιάνεται με το ακανθώδες θέμα της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους και το βράδυ της ίδιας μέρας ξεκινάει το dj σετ του, στο πάρτι στο Pachuka Beach του Λίντο, δίνοντας το έναυσμα για χορό με το Happy του Φαρέλ Γουίλιαμς.
Η γιορτή που διοργάνωσε η εταιρεία παραγωγής κατέληξε σε ένα μικρό φιάσκο εξαιτίας της τρομερής μπόρας που σήμανε το απότομο τέλος του καλοκαιριού, με νεροποντή, ανέμους, διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος, άρα και της μουσικής, για περίπου μισή ώρα, αλλά σήμερα ο Τουρκογερμανός σκηνοθέτης ήταν έκδηλα happy, γιατί διάβασε τις πρώτες κριτικές του τουρκικού τύπου, και παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις, φάνηκαν θετικά προδιαθετειμένες ως προς το ίδιο το θέμα. Magnify Image Ο τουρκικής καταγωγής Γερμανός σκηνοθέτης Φατίχ Ακίν πραγματεύεται το ζήτημα των Αρμενίων με ένα παλιομοδίτικο μελό περιπλάνησης και δεν φοβάται τις αντιδράσεις των εθνικιστών… Ο Ακίν, όπως μου είπε σε μια συνέντευξη στο Tennis Club του Λίντο, μεγάλωσε με την επίσημη εκδοχή των Τούρκων για τους Αρμενίους, καθώς οι Τούρκοι γονείς του, που ζουν ακόμη στην Τραπεζούντα, του έλεγαν πως τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς όπως τα περιγράφουν οι Αρμένιοι. Για να κάνει την ταινία, διάβασε πολύ, βρήκε τους συγγραφείς των βιβλίων που τον ενδιέφεραν, ρώτησε και μίλησε με ανθρώπους που γνώρισαν τον ξεριζωμό από τους προγόνους τους, και δεν είχε αμφιβολίες για την αλήθεια. Θεωρεί πως οι συνθήκες στην Τουρκία είναι ωριμότερες για την υποδοχή και την αποδοχή της ταινίας, κατ’ αρχήν σε θεωρητικό επίπεδο, και μετά σε καλλιτεχνικό, ειδικά τα τελευταία 7 χρόνια και μετά τη δολοφονία του τουρκοαρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ, ακόμη κι αν κάποιοι εξτρεμιστές εθνικιστές έχουν ήδη εκφράσει άκομψες, απειλητικές αντιρρήσεις, ως συνήθως. Η ταινία έχει ήδη βρει διανομή στην Τουρκία και θα προβληθεί κανονικά. Όπως ο ίδιος σωστά επισημαίνει, το πρόβλημα δεν πηγάζει από το επίσημο κράτος, όπως, για παράδειγμα θα έκανε με το Nymphomaniac του Λαρς φον Τρίερ, λόγω του σεξουαλικού περιεχομένου, αλλά από τυχαίους πολίτες, “που είναι ικανοί να σε σταματήσουν στο δρόμο και να σε πλακώσουν στο ξύλο, επειδή τους πρόσβαλες την εθνική τιμή”. Πριν από το The Cut, την Οδύσσεια ενός Αρμένη, που ξεκινάει από τη Συρία αμέσως μετά τις εκκαθαρίσεις και φθάνει μέχρι τις ΗΠΑ για να βρει τις δίδυμες κόρες του από τις οποίες έχει αποκοπεί, έχοντας χάσει και την ομιλία του στην πορεία, είχε σκοπό να κάνει μια ταινία για το θέμα των ανταλλαγών πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, με τον φίλο και συνεργάτη του, Αδάμ Μπουσδούκο, αλλά παράτησε το σενάριο γιατί δεν έβρισκε χρηματοδότηση, γι’ αυτό και προχώρησε στο επόμενο project. Στην προσπάθεια του να προσεγγίσει διάσημους Τούρκους ηθοποιούς για αυτήν την ταινία, συνάντησε πολλούς ενδοιασμούς και ευγενική άρνηση, την οποία σεβάστηκε, κατανοώντας τον φόβο τους για τις πιθανές συνέπειες, δηλαδή τον προπηλακισμό εκεί που δεν θα το περιμένουν “ένα βράδυ, σε ένα μπαρ, από έναν μεθυσμένο, και μάλιστα με το κινητό ανοιχτό και το βιντεάκι να ανεβαίνει αμέσως στο youtube”, όπως λέει, συμπληρώνοντας, “δεν αξίζει κανείς να θέσει σε κίνδυνο την υγεία του για μια ταινία!”. Ναι, μα δεν είπε μόλις χθες, στη συνέντευξη Τύπου, πως αξίζει να πεθάνεις για την Τέχνη; “Ναι, το είπα γιατί δεν ήμουν ζεστός ακόμη, αλλά δεν παύει να είναι ένας καλός θάνατος”, απαντάει γελώντας. Magnify Image Το πρόβλημα με το The Cut (ένας όρος που χρησιμοποιούν οι Αρμένιοι για να δηλώσουν τη σφαγή και τον ξεριζωμό) δεν είναι η ιδέα και η πρόθεση, αλλά το σενάριο. Ενώ η αφήγηση γίνεται, σωστά, μέσα από το δραματικό βίωμα ενός άνδρα που αναζητά την οικογένεια του, συνεπώς το σπίτι του έξω από την πατρίδα που δεν υπάρχει πλέον, το ίδιο το δράμα μοιάζει ισχνό και οι σκηνές στημένες και αρκετά υπολογισμένες, σα να παρακολουθούμε φασόν μελό από τα 60ς, αλλά με ηλεκτρική μουσική επένδυση αντί ν’ ακούμε βιολιά. Όσο για την επιλογή της γλώσσας του ήρωα, που μιλάει στα αγγλικά, ή καθόλου όταν χάνει βίαια τη λαλιά του, τόσο ο πρωταγωνιστής Ταχάρ Ραχίμ, όσο και ο Ακίν, είπαν πως έγινε, όχι γιατί φοβήθηκαν πως τα αρμενικά δεν θα ακούγονταν πειστικά (ο Ραχίμ είπε πως θα δούλευε σκληρά για να πετύχει τη σωστή προφορά αν του το ζητούσαν) αλλά για να έχει τον έλεγχο των σκηνών ο σκηνοθέτης, καθώς η πρότερη εμπειρία του στην Ιταλία με το Σολίνο, τον έφερε στα πρόθυρα της απόγνωσης, με ντόπιους ηθοποιούς να εκφέρουν διαφορετικά το λόγο, λόγω καταγωγής, και το γύρισμα να μη λέει να ολοκληρωθεί, μέχρι να συμφωνήσουν όλοι στον ακριβή τονισμό. “Τα αρμενικά και τα τουρκικά που ακούγονται στην ταινία είναι περιορισμένα, και δεν μου δημιούργησαν πρόβλημα, όπως στην Ιταλία. Δεν ήθελα να χάνω πολύτιμες μέρες για μια λεπτομέρεια τελικά”, είπε ο Φατίχ Ακίν, και μου έδωσε ραντεβού στη Θεσσαλονίκη, και φυσικά χαιρετισμούς στο μόνιμο διανομέα του, τον Ζήνο Παναγιωτίδη, ο οποίος εμφανίζεται σε ένα cameo στην ταινία.
lifo.gr