Μεγάλες αυξήσεις στα δίδακτρα των πανεπιστημίων, αποκλεισμός από φοιτητικά δάνεια, βίζα με το σταγονόμετρο και κατάργηση βασικών προνομίων για τους εργαζομένους, μαζί με μια σειρά από δυσεπίλυτα προβλήματα φέρνει για τους Ελληνες το Brexit. Η ενδεχόμενη έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι μόνο ένα πολιτικό ζήτημα της Ευρώπης. Απειλεί όχι μόνο τη συνοχή της Ε.Ε., αλλά και το μέλλον πολλών Ελλήνων.
Σε αβεβαιότητα και αγωνία για το μέλλον τους βρίσκονται χιλιάδες ελληνικές οικογένειες εν αναμονή του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου στη Βρετανία. Διότι στην περίπτωση που ο βρετανικός λαός επιλέξει το Brexit, δηλαδή την έξοδο της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, τότε οι συνθήκες για τους αλλοδαπούς που σπουδάζουν ή εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο ενδέχεται να αλλάξουν άρδην. Επιγραμματικά, για τους μεν φοιτητές υπάρχει ο κίνδυνος μεγάλης αύξησης στα πανεπιστημιακά δίδακτρα, έως και κατά 30%-40% περίπου. Επίσης, σχεδόν εξίσου σημαντικός θα είναι ο αποκλεισμός από τα φοιτητικά δάνεια, από τα οποία εξαρτάται η συνέχιση της φοίτησης για την πλειονότητα των σπουδαστών. Αυτά θα συμβούν στην περίπτωση που το Brexit θεσμοθετηθεί μέσω μιας νέας νομοθεσίας, η οποία θα αντιμετωπίζει τους Ελληνες σπουδαστές ως κοινούς αλλοδαπούς. Μέχρι στιγμής οι Ελληνες -όπως και όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες της Ε.Ε.- χρεώνονται επί ίσοις όροις με τους γηγενείς Βρετανούς και έχουν πρόσβαση στα φοιτητικά δάνεια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ξένοι φοιτητές στη Βρετανία θεωρούνται «international students» και χρεώνονται με πολύ υψηλότερα δίδακτρα.
Για τους δε Ελληνες εργαζομένους στη Βρετανία, τα πράγματα μπορεί να είναι ακόμη χειρότερα και πολύ πιο περίπλοκα. Το Brexit ενδέχεται να τους μετατρέψει σε «εργαζομένους β’ κατηγορίας», εφόσον για την πρόσληψή τους θα υπάρχουν προαπαιτούμενα (αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια, μορφωτικό επίπεδο κ.λπ.), ενός κάποιου είδους βίζα, η οποία θα χορηγείται με αυστηρά κριτήρια, αλλά και μια σειρά από γραφειοκρατικές διαδικασίες ως την τελική τους αδειοδότηση για εργασία στη Βρετανία. Οι ίδιοι οι Ελληνες εργαζόμενοι στο Ηνωμένο Βασίλειο θα έχουν ενδεχομένως περιορισμένη πρόσβαση στις παροχές του κοινωνικού κράτους και, κυρίως, στα επιδόματα, καθώς και λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες εργασίας σε σχέση με τους Βρετανούς.
Βεβαίως, όπως επισημαίνει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Αλέξιος Γεωργιάδης, σύμβουλος Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, «τίποτα δεν έχει αποσαφηνιστεί προς το παρόν, καθώς σε περίπτωση που το δημοψήφισμα καταλήξει υπέρ του Brexit θα υπάρξει διετής διαπραγμάτευση μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ε.Ε. για μια σειρά ζητημάτων, μεταξύ των οποίων και το Μεταναστευτικό».
Πάντως, ενόσω η Βρετανία οδεύει προς την κρίσιμη εκλογή, η ανησυχία των Ελλήνων αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Θα έλεγε κανείς ότι ο φόβος για μεγάλες ανατροπές είναι πλήρως συντονισμένος με την εκτίμηση ότι η επιλογή του Brexit κερδίζει έδαφος. Ενώ απομένουν μόλις 11 ημέρες έως τις 23/6, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν την επιλογή «Stay» («Να μείνουμε στην Ε.Ε.») στο 45% και «Leave» («Να φύγουμε») στο 43%. Οσο και αν αυτό δεν εξυπηρετεί καθόλου τους Ελληνες που καθ’ οιονδήποτε τρόπο εξαρτώνται από τη Βρετανία, φαίνεται ότι τα επιχειρήματα των ευρωπαϊστών δεν έχουν πείσει την πλειονότητα των ψηφοφόρων.
Η δρ Χρύσα Λαμπρινάκου, ερευνήτρια στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Κολεγίου Μπίρκμπεκ του Λονδίνου, η οποία μελετά το φαινόμενο του Brexit, μεταφέρει στο «ΘΕΜΑ» τη διάχυτη απογοήτευση από την εκστρατεία υπέρ της παραμονής: «Η καμπάνια όσων υποστηρίζουν το “Stay” βασίζεται στην καλλιέργεια του φόβου για τις συνέπειες και είναι πάρα πολύ κακή.
Γι’ αυτό έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει. Υπάρχει η αίσθηση ότι ο πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον δεν πείθει καθόλου και άρα πολλοί σκέφτονται να ψηφίσουν υπέρ του Brexit μόνο και μόνο επειδή έχουν απογοητευτεί από την κυβέρνηση».
Αντιθέτως, το «Leave» προελαύνει, με πολιορκητικό κριό το Μεταναστευτικό και την όξυνση των πνευμάτων εναντίον των ξένων, με το απλοϊκό κλισέ «να φύγουν αυτοί που μας παίρνουν τις δουλειές μας». Αυτό, προφανώς, αφορά και τους Ελληνες οικονομικούς μετανάστες. Οι θιασώτες της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. επιμένουν ότι το Brexit είναι ο μόνος τρόπος να περιοριστεί η αθρόα μεταναστευτική ροή προς τη χώρα. Ωστόσο, οι υπέρμαχοι της παραμονής αντιτάσσουν το επιχείρημα ότι οι μισοί μετανάστες που εγκαθίστανται στη χώρα δεν προέρχονται από κράτη της Ε.Ε. Οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου έχουν δικαίωμα να αρνηθούν την είσοδο στη χώρα σε οποιονδήποτε προέρχεται από κράτος εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, κάτι που, αντικειμενικά, δεν δικαιούνται να κάνουν με τους υπηκόους της Ε.Ε., οι οποίοι κάνουν χρήση του δικαιώματος ελεύθερης μετακίνησης. Επίσης, και ίσως αυτό να είναι το πιο σημαντικό, βάσει μετρήσεων, ιδιαίτερα οι νεοεισερχόμενοι μετανάστες επιβαρύνονται πολύ περισσότερο με τη φορολόγηση από ό,τι επιβαρύνουν εκείνοι το εθνικό σύστημα υγείας, εφόσον κάνουν μικρή χρήση των δημοσίων αγαθών. Αντιθέτως εργάζονται, παράγουν και αποδίδουν τους φόρους που τους αναλογούν στο βρετανικό κράτος.
Τι θα γίνει με τους φοιτητές
Εως το 2015 οι Ελληνες συνέθεταν την πέμπτη κατά σειρά πολυπληθέστερη ομάδα αλλοδαπών σπουδαστών στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Βρετανίας. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία για το ακαδημαϊκό έτος 2014-15, στα βρετανικά πανεπιστήμια εγγράφηκαν 10.130 Ελληνες φοιτητές, σχεδόν όσοι ήταν και οι Ιταλοί συνάδελφοί τους. Δεδομένης της πληθυσμιακής διαφοράς των δύο χωρών (Ελλάδα: 11 εκατομμύρια κάτοικοι, Ιταλία: 60 εκατομμύρια), το μέγα πλήθος των Ελλήνων σπουδαστών συνιστά πειστήριο του μαγνητισμού που ασκούν τα βρετανικά ΑΕΙ στους συμπατριώτες μας. Σε μια κατά προσέγγιση εκτίμηση, ο κ. Γεωργιάδης υπολογίζει το σύνολο των Ελλήνων σπουδαστών (και πανεπιστημιακών λειτουργών διαφόρων βαθμίδων) σε περίπου 35.000 άτομα – αν και δεν είναι εξακριβωμένο πόσοι παραμένουν ή έχουν επιστρέψει στην Ελλάδα.
Οι συνέπειες της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. για τους Ελληνες φοιτητές και τις οικογένειές τους θα γίνουν άμεσα αντιληπτές αν αρχίσει να υλοποιείται στην πράξη η διαφοροποίηση ανάμεσα στους αυτόχθονες Βρετανούς και τους αλλοδαπούς. Δεν αποκλείεται καθόλου ότι ύστερα από το Brexit οι Ελληνες σπουδαστές θα θεωρούνται «overseas students», δηλαδή απλώς ξένοι, προερχόμενοι από χώρες εκτός των βρετανικών νήσων και άρα δεν θα έχουν συμμετοχή στα προνόμια των «home students», δηλαδή εκείνων που σπουδάζουν στην πατρίδα τους, τη Βρετανία. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία έως σήμερα ανήκουν οι γηγενείς Βρετανοί και οι υπήκοοι χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Εφόσον η ανώτατη παιδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι μόνο κατ’ εξαίρεση δωρεάν -καίτοι κρατικά επιχορηγούμενη- για τους «home students» όπως και για κάθε Ελληνα ή Ευρωπαίο φοιτητή από την Ε.Ε., τα δίδακτρα κατά προσέγγιση είναι της τάξης των 11.500 ευρώ ετησίως. Για τους «overseas» ή «international students» το ποσό αυτό είναι αυξημένο κατά περίπου 6.000 ευρώ.
Μολονότι οι διαβαθμίσεις είναι σχεδόν ατελείωτες, αναλόγως της πολιτικής κάθε πανεπιστημίου στο Λονδίνο, στην κεντρική Αγγλία, στη Σκοτία κ.λπ., η διαφορά στα δίδακτρα αποτυπώνει το πόσο μπορεί να κοστίσει το Brexit στους φοιτητές που δεν έχουν βρετανική υπηκοότητα. Αλλά θα αρκούσε μόνο ο αποκλεισμός των Ελλήνων φοιτητών από τη δυνατότητα να λάβουν δάνειο για να φανούν άμεσα οι αρνητικές συνέπειες του Brexit. Με το υψηλό κόστος ζωής στη Βρετανία, οι περισσότεροι σπουδαστές βασίζονται στα φοιτητικά δάνεια προκειμένου να ολοκληρώσουν τη φοίτησή τους. Σαν κοινοί «αλλοδαποί», χωρίς δικαίωμα λήψης δανείου και με αυξημένα δίδακτρα, οι Ελληνες φοιτητές δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν τη Βρετανία.
Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Αριστείδης Μαδέλλης, υπεύθυνος του οργανισμού studiesinuk.net που αναλαμβάνει να διευκολύνει τις διαδικασίες για τους Ελληνες οι οποίοι επιθυμούν να σπουδάσουν στη Βρετανία, δηλώνει στο «ΘΕΜΑ»: «Οι Βρετανοί μάς έχουν διαβεβαιώσει εγγράφως ότι στην ουσία δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα αν στο δημοψήφισμα επικρατήσει το “ναι στο Brexit”».
Είναι αυτονόητο ότι οι φοιτητές αποτελούν μια σημαντική πηγή εσόδων για το βρετανικό κράτος, την οποία δεν θα θυσίαζε, ακόμη και αν η λαϊκή βούληση είναι υπέρ του διαζυγίου με την Ε.Ε. Και είναι επίσης σαφές ότι, σε περίπτωση μεγάλης και απότομης αύξησης των διδάκτρων, οι ενδιαφερόμενοι να φοιτήσουν στη Βρετανία θα στραφούν σε άλλα πανεπιστήμια, στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ ή οπουδήποτε αλλού. Με άλλα λόγια, οι παρενέργειες του Brexit στην εισαγωγή φοιτητών θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα των βρετανικών ΑΕΙ, καθαρώς από επιχειρηματική άποψη. Και δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι ακόμη και μόνο η συζήτηση περί αποχώρησης από την Ε.Ε., καταρχήν, αποθαρρύνει τους σπουδαστές.
Πολυάριθμα δημοσιεύματα σε βρετανικά ΜΜΕ καταγράφουν την αρνητική τάση, μεταφέροντας δεδομένα από έρευνες και δημοσκοπήσεις. Και πέρα από την ποσοτική ζημιά, υπογραμμίζεται συχνά και η ποιοτική: Οι φοιτητές από χώρες της Ε.Ε. αντιπροσωπεύουν μόλις το 5% του συνόλου των προπτυχιακών σπουδαστών στα βρετανικά ΑΕΙ. Ομως, επειδή αυτοί είναι κατά κανόνα πιο επιμελείς και συνήθως διαθέτουν μεγαλύτερες δυνατότητες, σχεδόν όλοι σκοπεύουν να παραμείνουν στη Βρετανία για μεταπτυχιακά, έρευνα, επαγγελματική αποκατάσταση κ.λπ., συμβάλλοντας στην ενίσχυση της χώρας με πρώτης γραμμής επιστήμονες. Σε ό,τι αφορά το αμιγώς πρακτικό επίπεδο, η Βρετανία, ούτως ή άλλως, δεν συμμετέχει στην Ευρωζώνη, οπότε το Brexit δεν πρόκειται να επιφέρει καμία διαφορά σε ό,τι αφορά το συνάλλαγμα. Οι όποιες επιπτώσεις θα συναρτώνται με το πώς θα διαμορφωθεί η ισοτιμία ευρώ και λίρας στην εποχή μετά την απόσχιση.
Δυσκολίες για τους εργαζομένους
Στην περίπτωση που ο βρετανικός λαός επιλέξει το Brexit, το πιθανότερο είναι ότι θα καταστεί υποχρεωτική η βίζα για καθέναν από τους 1,6 εκατομμύρια αλλοδαπούς εργαζομένους. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Ιδρύματος Κοινωνικής Αγοράς (Social Market Foundation), το 88% των ξένων που απασχολούνται σήμερα στη Βρετανία δεν θα πληροί τα κριτήρια γι’ αυτή την άδεια εργασίας.
Ο κ. Χαράλαμπος Τσαρδανίδης, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, θεωρεί ότι «για τους Ελληνες εργαζομένους στη Βρετανία τα πράγματα δυσκολεύουν – κι αυτό είναι κάτι που έχει ήδη δρομολογηθεί με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και τη Βρετανία. Οι συνθήκες είναι κιόλας λιγότερο ευνοϊκές για τους νέους μετανάστες από την Ελλάδα και την Ε.Ε. Για παράδειγμα δεν δικαιούνται πλέον το τρίμηνο επίδομα ανεργίας έως ότου βρουν δουλειά. Ενώ αν δεν έχουν βρει δουλειά εντός εξαμήνου, θα πρέπει να φύγουν αμέσως από τη χώρα. Φυσικά, σε περίπτωση Brexit, η κατάσταση θα γίνει ακόμη πιο δύσκολη, όχι μόνο για κάθε Ελληνα που θα αναζητήσει εργασία, αλλά και για κάθε Ευρωπαίο πολίτη».
Στις 20 Φεβρουαρίου ο Βρετανός πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι η συμφωνία που πέτυχε με την Ε.Ε. έθετε τη Βρετανία σε ένα ειδικό, προνομιακό καθεστώς, κάτι που, όπως ο ίδιος φιλοδοξούσε, θα σίγαζε τις πιο ακραίες συντηρητικές φωνές στη χώρα του που ωρύονται υποστηρίζοντας με πάθος το Brexit. Ο κ. Ντέιβιντ Κάμερον ζήτησε τη συγκατάθεση των Ευρωπαίων εταίρων προκειμένου να ασκήσει μια πιο αυστηρή πολιτική ελέγχου του μεταναστευτικού ζητήματος, ώστε να υπάρξει αποτελεσματική περιφρούρηση των βρετανικών συνόρων. Χαρακτηριστικά, επεδίωξε την εφαρμογή ενός υποχρεωτικού ελάχιστου διαστήματος παραμονής μεταναστών, πριν τους παραχωρηθεί το δικαίωμα να λαμβάνουν στεγαστικά δάνεια και να στέλνουν εμβάσματα στα παιδιά τους βάσει του σχετικού επιδόματος από το βρετανικό κράτος. Το διάστημα που πρότεινε ήταν τα τέσσερα χρόνια, τελικά όμως υπήρξε ένα «μαγείρεμα», καθώς τα πιο αυστηρά μέτρα που εισηγήθηκε ο κ. Κάμερον προσέκρουσαν στη σθεναρή άρνηση της πολωνικής κυβέρνησης και ορισμένων άλλων χωρών. Παρεμπιπτόντως, οι Πολωνοί κατέχουν την πρώτη θέση ανάμεσα στις πολυπληθείς παροικίες αλλοδαπών στη Βρετανία.
Σε ό,τι αφορά τους Ελληνες, οι συμπατριώτες μας που ζουν μόνιμα και εργάζονται στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι 52.000 άτομα, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στατιστικά στοιχεία τα οποία καλύπτουν το διάστημα έως το τέλος του 2014. Ωστόσο, η έξαρση του μεταναστευτικού ρεύματος από την Ελλάδα προς τη Βρετανία σημειώθηκε το 2015, όταν το Grexit και όχι το Brexit ήταν πιο κοντά από ποτέ. Περισσότεροι από 10.500 Ελληνες έλαβαν τον Εθνικό Αριθμό Ασφάλισης, τον βρετανικό ΑΜΚΑ, χωρίς τον οποίο δεν θα μπορούσαν να εργαστούν. Για τους ανθρώπους αυτούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων απέδρασαν από την Ελλάδα και ήταν διατεθειμένοι να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά για να επιβιώσουν, το Brexit είναι ένας νέος εφιάλτης. Και η μόνη παρηγοριά είναι ίσως η εκτίμηση της δρος Λαμπρινάκου: «Το τι θα εφαρμοστεί στην πράξη θα φανεί μετά από δύο χρόνια το νωρίτερο.
Διότι, αν τελικά επικρατήσει το “Leave”, είναι απίθανο να ληφθούν μέτρα κατευθείαν από την επόμενη μέρα. Θα υπάρξει μια διαπραγμάτευση ανάμεσα στη Βρετανία και την Ε.Ε., τουλάχιστον δύο ετών, αν όχι περισσότερο. Το κρίσιμο στοιχείο είναι το ποια κυβέρνηση θα κάνει αυτή τη διαπραγμάτευση και με τι είδους αιτήματα. Διότι, αν επικρατήσει το “όχι στο Brexit” στο δημοψήφισμα, το πιθανότερο είναι ότι ο Κάμερον θα παραιτηθεί. Και ύστερα, αν η Βρετανία πει “όχι στην Ευρώπη”, ίσως υπάρξει ένα δεύτερο δημοψήφισμα, για την ανεξαρτησία της Σκοτίας. Η οποία λέει “ναι στην Ε.Ε.”. Οπότε, το τι θα γίνει με τους Ελληνες της Βρετανίας, τους φοιτητές και τους εργαζομένους, είναι κομμάτι ενός πολύ μεγάλου και σύνθετου παζλ».