Δράμα εποχής, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Μπρέιντι Κόρμπετ, Έιντριεν Μπρόντι, Φελίσιτι Τζόουνς, Γκάι Πιρς, Τζον Άλγουιν, Αλεσάντρο Νίβολα, Τζόναθαν Χάιντ, Ράφεϊ Κάσιντι, Έμα Λερντ κ.ά.
Οι δέκα υποψηφιότητες -σε όλες τις κορυφαίες κατηγορίες- για τα Όσκαρ, οι τρεις Χρυσές Σφαίρες και το Ασημένιο Λιοντάρι στο φεστιβάλ της Βενετίας, βρίσκονται ήδη στις «αποσκευές» της υπερφιλόδοξης ταινίας, ενός επικού αιχμηρού δράματος, μίας παράτολμης παραγωγής, απ’ αυτές που έχουν πλέον εγκαταλείψει τα στούντιο στο Χόλιγουντ. Διάρκειας 3,5 ωρών, η ταινία χρειάστηκε εφτά χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί, ενώ γυρίστηκε σε φιλμ VistaVision και 70 χιλιοστών, μία τεχνική που γνώρισε δόξες στις σινεμασκόπ χολιγουντιανές παραγωγές του ’50, διαθέτει πρόλογο, είναι χωρισμένο σε δυο μέρη και επίλογο και 15λεπτο ενσωματωμένο διάλειμμα.
Και όλα αυτά, από έναν σκηνοθέτη και πρώην ηθοποιό, χωρίς ιδιαίτερη αναγνώριση αν και εμφανώς φιλόδοξος, τον 36χρονο Μπρέιντι Κόρμπετ («Vox Lux», «Η Γέννηση Ενός Ηγέτη») ο οποίος διακατέχεται από το μεγαλειώδες και απ’ ό,τι φαίνεται δεν του λείπει το απαραίτητο «θράσος» για να προχωρήσει σε ένα παρακινδυνευμένο εγχείρημα, κινηματογραφημένο σαν ένα ογκώδες κλασικό μυθιστόρημα (μαζί με το Άγαλμα της Ελευθερίας και το φάντασμα του Κόπολα), που έρχεται από άλλες δοξασμένες εποχές και μπορεί να συναρπάσει ακόμη και σήμερα.
Το στιβαρό σενάριο, που έγραψε ο Κόρμπετ με τη Νορβηγίδα ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Μόνα Φάστβολντ, ακολουθεί την ιστορία του Ούγγρου αρχιτέκτονα Λάσλο Τοθ, που διασώθηκε από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και φτάνει στην Αμερική το 1947, προσπαθώντας να ξαναχτίσει τη ζωή του και ελπίζοντας ότι η γυναίκα του, που έχει μείνει στην Ευρώπη, θα κατορθώσει να τον ακολουθήσει. Οι δοκιμασίες του, μοιάζουν με Οδύσσεια, αλλά φαίνεται να τελειώνουν όταν ο εκκεντρικός μεγιστάνας Χάρισον Λι Βαν Μπιούρεν θα τον πάρει υπό την προστασία του και θα του αναθέσει να χτίσει ένα πολιτιστικό κέντρο στη μνήμη της μητέρας του, φιλοδοξώντας ο Τοθ να είναι ένα μπρουταλιστικό αριστούργημα (αρχιτεκτονικό κίνημα της «ειλικρίνειας και ηθικής», με τη μορφή των κτιρίων να έχουν έντονη γραμμικότητα, χωρίς διακοσμητικά στοιχεία, ξεκάθαρα σχήματα, εμφανή υλικά και εκτεταμένη χρήση του σκυροδέματος).
Στο πρώτο μέρος, η διαπεραστική ενέργεια της ταινίας, με τη μίξη εικόνων, μουσικής, αγωνίας και ελπίδας, μοιάζει δύσκολο να περιοριστεί στο σελιλόιντ, ενώ ο ήρωας πιστεύοντας ότι έφτασε σε μια ελεύθερη ήπειρο και δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, προσπαθεί να αφήσει πίσω του τα βάσανα που πέρασε και του σκιάζουν τη ζωή. Στο δεύτερο μισό, όταν φτάνει η γυναίκα του στις ΗΠΑ, θα αποδεχθεί τη συνύπαρξη των δαιμόνων με την ιδιοφυΐα του και θα αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι το αμερικάνικο όνειρο έχει προεκτάσεις που δεν είχε φανταστεί. Αν και χωρίς τη δύναμη και την οξύτητα του πρώτου μέρους, η ιστορία, συνεχίζει να συναρπάζει, καθώς ο Κόρμπετ δομεί ένα πειστικό και ρεαλιστικό πορτρέτο ενός χαρακτήρα που νομίζεις ότι υπήρξε στην πραγματικότητα και μιας εποχής που στιγμάτισε το μέλλον της Αμερικής και του καπιταλισμού.
Το σενάριο, που μεταφέρει μία επική ιστορία, με εμπειρίες που δύσκολο να χωρέσουν σε μια φυσιολογική ζωή, θα αναδείξει τις συναισθηματικές εσωτερικές συγκρούεις, των αντιφάσεων του ήρωα, το γκρέμισμα των ψευδαισθήσεων και του «αμερικάνικου ονείρου», τις έννοιες της εξαπάτησης και εκμετάλλευσης από τους ισχυρούς, αλλά και την πολυπλοκότητα της μετανάστευσης, που αποτελούν τα ηθικά και πραγματικά θεμέλια του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Χωρίς να χάνει το ενδιαφέρον του στιγμή, το φιλμ παίζει με το θορυβώδες και το χαμηλόφωνο, η αφήγησή του είναι ταυτόχρονα σαρωτική και σιωπηλή, μοντέρνα και παλαιομοδίτικη, θέτοντας διαχρονικά ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση και της αίσθησης ελευθερίας, αποφεύγοντας σε μεγάλο βαθμό τον στόμφο ή τη διαδεδομένη ξιπασιά του Χόλιγουντ των τελευταίων δεκαετιών.
Εν ολίγοις, ο Κόρμπετ καταφέρνει αυτό που μέχρι πριν λίγο θα έμοιαζε με ανέκδοτο, να παραδώσει μία επική ιστορία, μία συναρπαστική φιλμική εμπειρία, που μπορεί να ενταχθεί ανάμεσα στις εμβληματικές ταινίες του είδους, έχοντας, όμως κι ένα υπερόπλο στη φαρέτρα του, τον Έιντριεν Μπρόντι, έναν ακαταμάχητο ηθοποιό, που συνεχίζει να γοητεύει με τις ερμηνείες του, ενώ και τα υπόλοιπα μέλη του καστ είναι εξαιρετικοί και δικαίως μερικοί απ’ αυτούς βρίσκονται στις υποψηφιότητες για Όσκαρ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Έχοντας διασωθεί από ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο πρωτοπόρος αρχιτέκτονας Λάζλο Τοθ φτάνει στην Αμερική για να χτίσει από την αρχή τη ζωή του, περιμένοντας τη σύζυγο του, που αναγκάστηκε να αποχωριστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μόνος σε μία ξένη χώρα, ο Λάζλο εγκαθίσταται στην Πενσιλβάνια, όπου ένας μεγιστάνας βιομήχανος αναγνωρίζει το ταλέντο του και του αναθέτει ένα τεράστιο έργο, που όμως θα έχει και μεγάλο τίμημα.