Τα λόγια των παιδιών έχουν πάντα περισσότερη δύναμη από εκείνη των μεγάλων
Τα λόγια των παιδιών έχουν πάντα περισσότερη δύναμη από εκείνη των μεγάλων. Δεν παραποιούν καταστάσεις, δεν καμουφλάρουν γεγονότα, δεν κρύβουν αλήθειες και πάνω απ’ όλα αντέχουν στον χρόνο για να μας υπενθυμίζουν ποσό πολύ μικροί φαντάζουμε μπροστά τους. Το γράμμα ενός δωδεκάχρονου κοριτσιού, «αποτύπωμα» του αγώνα που έδωσε μαζί με την οικογένειά της στην θάλασσα την ημέρα της απόλυτης καταστροφής είναι αφιερωμένο «σε όλους όσους νομίζουν ότι ξεχνάμε…»
[…] Μπήκαμε στα τρία αυτοκίνητα και η μαμά ο μπαμπάς και η γιαγιά άρχισαν να οδηγούν λυσσασμένα προς Αθήνα. Είχα κλείσει τα μάτια σφιχτά αλλά το μυαλό μου ήταν καρφωμένο στα λόγια του μπαμπά. Μίλαγε στο τηλέφωνο με την μαμά, για το πού θα πάνε. Εκεί που προχωρούσαμε, μας σταμάτησε μια ουρά αυτοκινήτων. Έβριζαν και κόρναραν για να περάσουν. Αλλά μέσα από τις φωνές τους ξεχώριζες μία, του πυροσβέστη, ο οποίος έλεγε, ότι μπροστά μας υπάρχει φωτιά και ότι δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Είχαμε εγκλωβιστεί. Κατεβήκαμε όλοι από τα αμάξια και τρέξαμε σε μια παραλία λίγο πιο κάτω. Στον Κάβο. Γινόταν χαμός, άνθρωποι ούρλιαζαν, μίλαγαν στα τηλέφωνα και αγκαλιζόντουσαν κλαίγοντας, υπήρχαν και δύο άτομα ξένα τα οποία πήγαιναν από άνθρωπο σε άνθρωπο και έλεγαν “keep calm”. Η μαμά μιλούσε με την θεία στο τηλέφωνό της. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν είδα τι έκαναν τα άλλα μέλη της οικογένειάς μου. Εκείνα τα λίγα λεπτά, έβλεπα ανθρώπους να χάνονται στην μαυρίλα και άκουγα φωνές να τσιρίζουν και να σταματάνε απότομα. Ο χρόνος πέρασε πολύ γρήγορα. Πριν το καταλάβω ήμουν στην θάλασσα, στα ρηχά. Θυμάμαι κοιτούσα το ταβερνάκι από πάνω μας να καίγεται. Η αιτία της διακοπής αυτού του θεάματος που δεν εξηγείται με λόγια, ήταν η φωνή της μονάκριβης αδερφούλας μου. Φώναζε, “ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΩ, ΒΟΗΘΕΙΑ!”. Αμέσως πήγαμε πιο μέσα. Μόνο ο μπαμπάς ακουμπούσε με τα άκρα των δακτύλων του την αμμουδιά. Δεν μπορούσα να δω κάτι, αλλά άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν προσπαθώντας να προστατευθούν από φλεγόμενα κουκουνάρια που τους προκαλούσαν εγκαύματα στα κορμιά τους. Δίχως σκέψη, πιαστήκαμε όλη η οικογένεια μαζί για να μην χαθούμε και μπαίναμε ανά τρία δευτερόλεπτα στο νερό για να μην καούμε. Σταματήσαμε αλλά δεν το κατάλαβα. Όταν ξανάρχισα να επικοινωνώ με το περιβάλλον βρέθηκα να κολυμπάω και να με κρατάει ένα χέρι, το αναγνώριζα, ήταν της μαμάς μου. Μας μιλούσε, αλλά ήταν το τελευταίο πράγμα που θα άκουγα εκείνη τη στιγμή. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου, αλλά ο κόπος ήταν μάταιος. Με άγχωνε πιο πολύ να κινδυνεύω εγώ, η οικογένειά μου και ενδεχόμενα οι φίλοι και οι γείτονές μου.
Μετά από κάμποση ώρα, άνοιξα τα μάτια μου. Η εικόνα που αντίκρισα με έχει στιγματίσει. Είδα το απόλυτο τίποτα. Το άπειρο. Έναν απέραντο ωκεανό και μια ήρεμη θάλασσα να ενώνονται στα βαθιά με μία γραμμή, εκεί που δεν έφτανε η όρασή μου. Οι καπνοί είχαν πλημμυρίσει τον ουρανό και οι στάχτες την θάλασσα. Είχε επικρατήσει η μαυρίλα. Ανακουφίστηκα πολύ όταν συνειδητοποίησα ότι το χέρι υπάρχει ακόμα. Ήταν εκεί να με πιέζει, δεν σταμάτησε ποτέ! Τότε η γιαγιά η οποία δεν είχε καταφέρει να ανοίξει τα μάτια της ακόμα, φώναξε αν είμαστε όλοι καλά, με μια φωνή τόσο ταλαιπωρημένη που δεν έχω ξανακούσει από εκείνη. Η μαμά είπε ότι η ίδια, εγώ και η αδερφή μου, ήμασταν καλά. Όμως καμία απάντηση από τον μπαμπά. Η μαμά με ανησυχητική φωνή, επανέλαβε την φράση της γιαγιάς. Ο μπαμπάς απάντησε με την αγριεμένη φωνή του ότι θα έπρεπε να σταματήσουν να ρωτάνε. Φαίνεται ότι είχε επαναληφθεί αυτό αρκετές φορές. Η φωνή του μπαμπά με παραξένεψε. Ήταν αγριεμένη αλλά φάνηκε ότι μέσα του ήταν θλιμμένος και πάνω από όλα κουρασμένος. Συνεχίσαμε να κολυμπάμε για πολύ ώρα όταν ακούσαμε κάποιους να φωνάζουν βοήθεια. Ήταν δύο γιαγιάδες με έναν παππού στα χέρια τους. Ναι φάνηκε, δεν ζούσε πια. Καταλάβαμε ότι φώναζαν σε ένα ελικόπτερο, το οποίο πετούσε από πάνω μας. Φωνάξαμε, ουρλιάξαμε, τσιρίξαμε, αλλά τίποτα. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές με ελικόπτερα και πλοία κατά τη διάρκεια του αγώνα μας, αλλά κανένα δεν μας άκουσε. Πήγαμε κοντά στις άγνωστες κυρίες και αποφασίσαμε όλοι μαζί να πάμε από μια κατεύθυνση, η οποία ήταν ενάντια στο ρεύμα της θάλασσας. Άρχισε να σκοτείνιαζε, σε σημείο που δεν βλεπόμασταν. Συνέχισε η γνωστή φράση, “ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ;”, ανά δευτερόλεπτα. Είχα εξαντληθεί, σκεφτόμουν το ενδεχόμενο να τα παρατήσω, να βουλιάξω μεσ’ την θάλασσα και να ηρεμήσω, αφού θα έχω πρώτα ξεψυχήσει. Αλλά δεν μπορούσα να διανοηθώ, ότι θα έκανα κάτι τέτοιο, δεν γινόταν να τα παρατήσω, είχα ακόμα δυνάμεις τις οποίες δεν ήξερα ότι υπάρχουν μέσα μου.
Όμως το σημείο που με έκανε περισσότερο να το θελήσω είναι το μυστικό που είπε η μαμά στο μπαμπά, νομίζοντας ότι δεν ακούω.. “Δεν θα τα καταφέρουμε, σκοτεινιάζει, δεν θα μας βρουν.”. Δεν καταλάβαινα αν από τα μάτια μου βγαίνει περισσότερο νερό ή μπαίνει. Τα κύματα είχαν αρχίσει να περνάνε από πάνω μας, ήταν τεράστια. Δεν προλάβαινα να αναπνεύσω, τα μάτια μου έτσουζαν, το σώμα μου δεν το ένιωθα, νόμιζα ότι είχε γίνει θρύψαλα και είχε χαθεί στα βάθη της θάλασσας. Νόμιζα ότι δεν άντεχα, αλλά κάτι μέσα μου, μου έλεγε ότι μπορώ κι άλλο. Σε ένα σημείο η μαμά ρώτησε “κορίτσια αντέχετε;” γεμάτη ελπίδες. Η μεγάλη μου αδερφή χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση της μαμάς με ρώτησε “Μ… αντέχεις;”. Είπα “όχι” χωρίς να το σκεφτώ. Είχα γίνει μπλε από την παγωνιά και μου βγήκε αυθόρμητα. Η αδερφή μου, χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο ήρθε και άρχισε να με σηκώνει με μικρές και βιαστικές κινήσεις προς την επιφάνεια. Δεν πέρασε ένα λεπτό που παράτησα την Β… να σηκώνει το τίποτα και πήγα να αγκαλιάσω την μαμά μου. Φοβόμουν. Φοβόμουν επειδή φοβόταν η μαμά. Δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Πήρα τα πάνω μου όταν εμφανίστηκε κάτι μπλε μακριά. Ήταν στεριά. Φαινόταν όπως βλέπω από την παραλία την Εύβοια απέναντι, ένα μακρινό μπλε βουνό. Κοίταξα πίσω όταν η αδερφή μου με φώναξε. Από την βιασύνη μου να φτάσω στην στεριά πριν πνίγω, με έκανε να φερθώ ατομικά και να αφήσω τους υπόλοιπους πίσω. Τους περίμενα γκρινιάζοντας να κάνουν πιο γρήγορα. Κοιτώντας τους και κουνώντας τα χέρια και τα πόδια σε ρυθμούς παράνοιας πρόσεξα ότι είχε μείνει μόνο μία από τις γριούλες. Το κολύμπι συνεχίστηκε μέχρι που φτάσαμε σε μια νέα κυρία που κολυμπούσε μοναχή της μπροστά μας. Γύρισε, αντίκρισε εμένα και την αδερφή μου και μας χαμογέλασε γεμάτη αυτοπεποίθηση λέγοντάς μας, “Γεια σας κορίτσια, αυτό λογικά θα είναι το μεγαλύτερό σας μπάνιο, σωστά;”. Με την αδερφή μου κοιταχτήκαμε απορημένες από την καθόλου ανησυχία της για το τι συνέβαινε. Θα έκρυβε πολύ καλά τα συναισθήματά της για να μας κάνει να ηρεμήσουμε. Συνεχίσαμε επτά άτομα να κολυμπάμε προς το υποτιθέμενο νησί. Κολυμπώντας αντίθετα από το ρεύμα της θάλασσας, για αρκετή ώρα, αυτό το μπλε έγινε μαύρο, με πολλά φώτα. Ίσα που πρόλαβα να εκδηλώσω τα συναισθήματά μου και στους άλλους χαμογελώντας, όταν το στόμα μου γέμισε για χιλιοστή φορά θαλασσινό νερό. Ένα καΐκι σταμάτησε λίγο πιο μπροστά μας. Δεν μας είδε, έγινε κατά τύχη! Ο μπαμπάς νιώθοντας ευάλωτος, μας είπε να κατευθυνθούμε προς τα εκεί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την γιαγιά να λέει “Είναι πιο κοντά; Δεν αντέχω άλλο”. Γύρισα να την κοιτάξω, τα μάτια της ήταν ακόμη κλειστά. Η μαμά χωρίς να χάσει χρόνο της απάντησε και πήγε να την βοηθήσει. Μας πήρε ένα τέταρτο να φτάσουμε. Τους φωνάξαμε, μας άκουσαν και μας πέταξαν σωσίβια με σχοινιά. Μου έκαναν νόημα να πάω πρώτη, αφού ήμουν και η μικρότερη. Δεν περίμενα ποτέ στην ζωή μου πως η μεγαλύτερη χαρά μου ως τότε θα ήταν να ακουμπήσω αυτό το πλαστικό. Τράβηξαν το σχοινί, με έπιασαν και με ανέβασαν. Με το που ακούμπησα το πόδι μου στο πάτωμα έπεσα, δεν είχα την δύναμη να ξανασηκωθώ. Η ζαλάδα μου ήταν απερίγραπτη. Ένας από τους ψαράδες με σήκωσε και με άφησε σε μια πλαστική καρέκλα, έβαλε δίπλα την αδερφή μου και μας έδωσαν κουβέρτες να σκεπαστούμε.
[…] Ήρθε ένας άγνωστος, μας έντυσε με τα ρούχα του και μας αγόρασε τρόφιμα. Κάποιος μας ενημέρωσε για ένα ξενοδοχείο λίγο πιο πάνω. Δώσαμε τα ρούχα πίσω στον κύριο, αφού επέμενε η μαμά, και ανεβήκαμε την ανηφόρα για να φτάσουμε. Τότε συνειδητοποίησα ότι υπάρχει πολύς κόσμος, η ώρα ήταν δώδεκα. Δηλαδή είχαμε κολυμπήσει για τέσσερις ώρες και τριάντα λεπτά. Απίστευτο! Δεν ήταν δυνατόν! Ο κόσμος μας κοιτούσε χωρίς να ξέρει τι έχει γίνει, λες και ήμασταν άστεγοι. Χωρίς ρούχα, ξυπόλυτοι, τα μαλλιά γεμάτα κόμπους και άπλυτο δέρμα. Η αλήθεια είναι ότι φαινόμασταν άστεγοι. Δεν ντρεπόμουν καθόλου, ίσα ίσα, ήμουν περήφανη για τον εαυτό μου, τα κατάφερα και ας μην το ξέρουν. Όταν φτάσαμε, μας είπαν ότι για να κοιμηθούμε εκεί, το ένα βράδυ, χρειάζεται να δώσουμε τριακόσια ευρώ. Πήραμε τηλέφωνο από εκείνο το γραφείο τον θείο μου να έρθει να μας πάρει. Όσο περιμέναμε είδα στα χέρια της γιαγιάς το τσαντάκι της και στα πόδια της τις σαγιονάρες που της είχε πάρει ο παππούς πριν φύγει από την ζωή. Κατάλαβα ότι είχε κολυμπήσει τόσες ώρες με αυτά. Μα πώς; […]